ψύττα

ψύττα
ψύττᾰ,
A = ψίττα, σίττα, E.Cyc.49(lyr.).
II = ταχέως, esp. in the phrase ψ. κατατείνας, τείνασαι, Luc.Lex.3, Ep.Sat.35, cf. AP 11.351 (Pall.), prob. in Alciphr.3.24; cf. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψύττα — και ψίττα, ἡ, Α βλ. σίττα …   Dictionary of Greek

  • σίττα — (I) και ψίττα και ψύττα Α επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ , ἀμνίδες», Θεόκρ. β. «σίτθ , ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) και λόγιος τ. σίττη, η, Ν ζωολ.… …   Dictionary of Greek

  • ψίττα — και ψύττα, Α βλ. σίττα (Ι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”